- περικῡδαίνω
- περι-κῡδαίνω, rings verherrlichen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικυδαίνω — Α τιμώ ή εγκωμιάζω κάποιον με μεγαλοπρέπεια, αποδίδω την ύψιστη τιμή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδαίνω «αποδίδω τιμή, δοξάζω»] … Dictionary of Greek